φιλοκώμωδος

φιλοκώμωδος
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) (ως τίτλος συγγράμματος τού Διονυσιάδου από την πόλη Μαλλός) αυτός που τού αρέσουν οι κωμωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κωμῳδός «κωμικός ηθοποιός, κωμωδιογράφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοκώμῳδοι — φιλοκώμῳδος loving comedies masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИОНИСИАД —    • Dionysiădes,          Διονυσιάδης, родом из Киликии, трагический поэт, живший в период после Александра Великого. Под его именем упоминается драматический альбом, χαρακτη̃ρες или φιλοκωμωδός, род театрального альманаха …   Реальный словарь классических древностей

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”